ξωμερίτης

ξωμερίτης
ο , ξωμερίτισσα η иностранец, -ка; пришелец, чужак

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξωμερίτης" в других словарях:

  • ξωμερίτης — ο, θηλ. ξωμερίτισσα 1. αυτός που κατάγεται από ξένο μέρος, αλλοδαπός, ξένος 2. αυτός που είναι εγκατεστημένος στην εξοχή, ξωμάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξωμερίτης, με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε ] …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξωμερίτης — ο θηλ. τισσα αυτός που κατάγεται ή ήρθε από τα έξω μέρη, αλλοδαπός, ξένος: Να μην ακούσουν για τους εξωμερίτες (Ι. Δραγούμης). ξωμερίτης ο θηλ. ίτισσα ο όχι ντόπιος, ο ξένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξωμερίτης — και ξωμερίτης, ο (θηλ. εξωμερίτισσα) αυτός που ήρθε ή κατάγεται από άλλο μέρος, από άλλη περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξώ μερον + επίθ. ίτης, πρβλ. μαυραγορ ίτης] …   Dictionary of Greek

  • ξωμερίτικος — η, ο [ξωμερίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξωμερίτη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»